- ἐπικληρικός
- ἐπικληρ-ικός, ή, όν,A concerning an
ἐπίκληρος, λόγος D.H.Din. 12
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπίκληρος, λόγος D.H.Din. 12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επικληρικός — ἐπικληρικός, ή, όν (Α) [επίκληρος] αυτός που αναφέρεται στην επίκληρο («ἐπικληρικός [λόγος] ὑπέρ τῆς Ἰοφῶντος θυγατρός», Δίον. Αλικ.) … Dictionary of Greek
ἐπικληρικός — concerning an masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)